- προσκηρυκευόμενοι
- προσκηρυκεύομαιsend a herald topres part mp masc nom/voc plπροσκηρῡκευόμενοι , προσκηρυκεύομαιsend a herald topres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] … Dictionary of Greek